επιρρέπω — ἐπιρρέπω (Α) [ρέπω] 1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.) 2. απρόσ. ἐπιρρέπει πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει 3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι 4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει 5. στέλνω… … Dictionary of Greek
επιρρέπω — (μόνο σε ενεστ. και πρτ.), αμτβ., έχω ροπή (κλίση, τάση, προδιάθεση) προς κάτι (ιδίως κακό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιρρέπῃ — ἐπιρρέπω lean towards pres subj mp 2nd sg ἐπιρρέπω lean towards pres ind mp 2nd sg ἐπιρρέπω lean towards pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρέψει — ἐπιρρέπω lean towards aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιρρέπω lean towards fut ind mid 2nd sg ἐπιρρέπω lean towards fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρέπει — ἐπιρρέπω lean towards pres ind mp 2nd sg ἐπιρρέπω lean towards pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρέπον — ἐπιρρέπω lean towards pres part act masc voc sg ἐπιρρέπω lean towards pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρέποντα — ἐπιρρέπω lean towards pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιρρέπω lean towards pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρέπουσιν — ἐπιρρέπω lean towards pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιρρέπω lean towards pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέρρεπον — ἐπιρρέπω lean towards imperf ind act 3rd pl ἐπιρρέπω lean towards imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρεπούσης — ἐπιρρέπω lean towards pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρέπειν — ἐπιρρέπω lean towards pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)